- συμφύρδην
- συμφύρδηνmixedlyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμφύρδην — Α επίρρ. 1. ανάμικτα, ανάκατα («πάντα ταράσσειν συμφύρδην», Νίκ.) 2. συγκεχυμένα («βαρβαρικαῑς τε φωναῑς... συμφύρδην ὑμῶν πεποιήκατε τὴν διάλεκτον», Τατιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφύρω «ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] … Dictionary of Greek